προπορευομένων

προπορευομένων
προπορεύομαι
pres part mp fem gen pl
προπορεύομαι
pres part mp masc/neut gen pl
προπορεύω
cause to go before
pres part mp fem gen pl
προπορεύω
cause to go before
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπορεία — η, ΝΑ [προπορεύομαι] 1. το να προχωρεί κανείς μπροστά 2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος νεοελλ. 1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο 2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορ(ε)ία — η, ΝΜΑ [πρωτοπόρος] 1. το να προπορεύεται κανείς ή κάτι, προβάδισμα 2. (κατ επέκτ.) α) το σύνολο τών προπορευομένων β) στρ. η εμπροσθοφυλακή νεοελλ. μτφ. α) το σύνολο ατόμων που προηγούνται τής εποχής τους ή είναι επικεφαλής πολιτικής, κοινωνικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”